Ακριβά πληρώνουν το σπίτι τους οι Αθηναίοι – Δίνουν το 57% του μισθού τους στο ενοίκιο

Στο 57% ενός μισθού αντιστοιχεί το μέσο ενοίκιο στην Αθήνα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Κομισιόν, με την ελληνική χώρα να βρίσκεται στην έβδομη θέση της κατάταξης, πίσω από τη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη (74%), το Μιλάνο και τη Ρώμη (72% και 65% αντίστοιχα).
Οι ενοικιαστές στην Αθήνα είναι μεταξύ αυτών που πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη κάθε μήνα, καθώς παράγοντες όπως το χαμηλό απόθεμα και η υψηλή ζήτηση δημιουργούν μια έντονη απόκλιση ανάμεσα στο κόστος στέγασης και στις πραγματικές δυνατότητες των πολιτών.
Μάλιστα, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν η χαμηλή προσφορά επιβαρύνεται σημαντικά και από την παρουσία ξένων επενδυτών, κατόχων Golden Visa, αλλά και ιδιοκτήτες που δραστηριοποιούνται στη βραχυχρόνια μίσθωση.
Το ευρωπαϊκό Σχέδιο για Προσιτή Κατοικία
Το ευρωπαϊκό Σχέδιο για Προσιτή Κατοικία θα συζητήσουν μέσα στον Δεκέμβριο, οι ηγέτες της ΕΕ, σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αυξήσουν την προσφορά προσιτής κατοικίας.
Όπως έχει γίνει γνωστό, το σχέδιο θα περιλαμβάνει ένα μείγμα μη δεσμευτικών πρωτοβουλιών και νομοθετικών προτάσεων, όπως ο νόμος για την ενίσχυση δημοσίων και συνεταιριστικών κατασκευών, καθώς και οι νέοι κανόνες για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις.
Οι Βρυξέλλες, όπως δηλώνει ο Γιόργκενσεν, προσανατολίζονται σε χαλάρωση των αυστηρών κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, σε συνδυασμό με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Ενώ τονίζει πως «το πρόβλημα επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής, από τη ανεξαρτησία των νέων έως και την αντιμετώπιση της ανεργίας».
Δείτε εδώ το σχετικό έγγραφο:
Γιατί ανεβαίνουν οι τιμές στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι τιμές κατοικιών στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί περισσότερο από 60% από το 2018, ενώ τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί πάνω από 45% την ίδια περίοδο.
Όμως, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση, η αύξηση των τιμών στην Ελλάδα δεν οφείλεται σε υπερβολικό τραπεζικό δανεισμό, αλλά στο μεγάλο χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά κατοικιών σε πολυκατοικίες στην Ευρώπη, προϊόν της μεταπολεμικής αστικοποίησης και του μοντέλου της αντιπαροχής.
Ωστόσο, η νέα οικοδομή παραμένει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και δεν ανταποκρίνεται στην άνοδο των τιμών. Η αγορά εμφανίζει εξαιρετικά χαμηλή ελαστικότητα προσφοράς: ακόμη και όταν οι τιμές ανεβαίνουν, η παραγωγή νέων κατοικιών δεν αυξάνεται.
Το υψηλό κόστος κατασκευής και η προτίμηση για ανακαινίσεις αντί για νέες κατοικίες ενισχύουν αυτή τη στασιμότητα. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά που δεν μπορεί να ανανεώσει το απόθεμα της και εγκλωβίζεται σε έναν κύκλο διαρκώς αυξανόμενων τιμών.
Ταυτόχρονα, η επενδυτική στροφή προς το υπάρχον απόθεμα μέσω ξένων επενδυτών, απορροφά μεγάλο μέρος των διαθέσιμων κατοικιών.
Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις εντείνουν την κατάσταση, αν και δεν αποτελούν καταλυτικό παράγοντα. Άλλωστε, σύμφωνα με τον δείκτη SPI του Spitogatos.gr Για παράδειγμα, σε περιοχές όπως το Περιστέρι που λειτουργούν μόλις 98 καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης και το Αιγάλεω με 77 καταλύματα, οι τιμές ενοικίασης ανέβηκαν 54,2% από το 2019 έως το 2025.
Βαρίδι αποτελεί και η δημογραφική συγκέντρωση σε λίγους δήμους, κάτι που επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την πίεση στη ζήτηση.
Ο «ένοχος» είναι οι κλειστές κατοικίες
Σύμφωνα με την ανάλυση της ReDataset της Resolute Cepal Greece, οι κλειστές κατοικίες είναι ο πραγματικός «ένοχος» καθώς στο κέντρο της Αθήνας το 26,8%, των κατοικιών παραμένει κλεισό. Στον Πειραιά το ποσοστό διαμορφώνεται στο 22,1%.
Στου Ζωγράφου 21,6%, στην Ηλιούπολη 15,2%, στην Κηφισιά 18,4%, στο Μαρούσι 15,5%, στου Παπάγου -Χολαργός 13%.
Η Καλλιθέα σπάει το φράγμα του 20% και στο Αιγάλεω το 21,5% των κατοικιών παραμένει εκτός αγοράς.





